“Είμαστε πλάσματα μιας ημέρας”. Με τα λόγια αυτά, από το βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ να περιστρέφονται στο μυαλό, είναι αρκετά επίπονο για κάποιον – αναγκαστικά – κλεισμένο σε 100m2, να κοιτάει πίσω από το τζάμι
του παραθύρου του τα πουλιά να πετάνε ελεύθερα. Ζούμε βλέποντας
πράγματα, σωστά; Ναι! Μα πολλές φορές η θέαση των πλασμάτων μιας ημέρας, μπορεί να γίνει και εντός των τειχών. Ασχέτως αν ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμον έξω, όπως αναφέρει ο Κ.Π. Καφάβης. Κάπως έτσι, σε 100m2, γεννήθηκαν τα δικά μου πλάσματα μιας ημέρας.

Δωμάτιο 2046.

Σήμερα ήταν μία χαρούμενη ημέρα. Μετάβασις μετά συνοδείας σκύλου αρχικά εις στο πατρικό μου σπίτι, για να δω την οικογένεια μου, την οποία ομολογώ επεθύμησα μετά από 22 ημέρες εγκλεισμού.

Στη συνέχεια μετά σκύλου, βεβαίως-βεβαίως, πορεύτηκα εις την κεντρική πλατεία της πόλεως μου, για να συναντήσω την όμορφη κοπέλα μου και να πάμε βόλτα, απολαμβάνοντας ένα δροσιστικό παγωτό στο χέρι και φυσικά να πραγματοποιήσω σε κεντρικό πολυκατάστημα αγορές βιβλίων, που λατρεύω. Η ζωηράδα της ουράς του σκύλου μου αντιπροσώπευε την όμορφη και ηλιόλουστη ημέρα που διαγραφόταν σε κάθε βήμα μας. Αφού ολοκληρώσαμε τις αγορές μας, καθίσαμε σε κατάστημα της κεντρικής πλατείας, για να απολαύσουμε ένα ζεστό, γλυκό καφέ. Τριγύρω μας αρκετά ζευγάρια επίσης, εξαιτίας του εγκλεισμού, προσπαθούσαν να ξαναβρούν συναισθηματικά και επικοινωνιακά από κοντά το ταίρι τους. Αν και μετά λύπης, ο ερωτικός αποχωρισμός επήλθε και μετά σκύλου επέστρεψα στο σπίτι μου, με μία ενδιάμεση στάση για ψωμί και είδη πρώτης ανάγκης. Η υπέροχη αυτή ημέρα το απόγευμα με βρήκε στον καναπέ του σπιτιού μου, κουκουλωμένο με μία κουβέρτα και μετά σκύλου στα πόδια μου να απολαμβάνω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, μέχρι να αποκοιμηθώ. Κι ερωτώ: Όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε, όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;

Τούλα Ιστόβ/2020.

«Είναι Κυριακή σήμερα. Για πρώτη φορά, σήμερα, Μ’ αφήσανε να βγω στον ήλιο κ’ εγώ…». Ο Κάρλ σήκωσε το βλέμμα του από το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ και αναφώνησε με όλη του τη δύναμη προς την άδεια πόλη «Κι εγώ;». Ο ήλιος σήμερα ανέβηκε ψηλότερα, που ήταν Κυριακή. Σηκώθηκε κι έβαλε τα γιορτινά του. Ετοίμασε όπως πάντα τον καφέ του. Βγήκε στο μπαλκόνι του και έστρωσε το καλό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς Τούλας. Στις ξύλινες καρέκλες τοποθέτησε τα μαξιλάρια και τριγύρω τοποθέτησε τις αγαπημένες γλάστρες του. Το μπονσάι το τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι. Ήταν το δώρο της γιαγιάς Τούλας. Το τοποθετεί πάντα σε περίοπτη θέση, από τα υπόλοιπα. Στη μια καρέκλα δίπλα έφερε και τοποθέτησε τον ¨Μπανάνα¨, ένα πορτοκαλί καναρίνι, δώρο και αυτό της γιαγιάς Τούλας. Τον ονόμασε Μπανάνα, γιατί δεν του άρεσαν οι μπανάνες και μία ζωή η γιαγιά Τούλα τον ακολουθούσε μανιωδώς με μία μπανάνα στο χέρι: «Φάε μία μπανάνα. Φάε! Παιδί μου, πρέπει να τρως φρούτα». Ο ¨Μπανάνα¨ με το κελάηδημα του έκανε καθημερινά αισθητή την παρουσία του, επιτρέποντας στον Κάρλ να τριγυρνάει όλη μέρα στο σπίτι και κάπου κάπου να σφυρίζει, σπάζοντας την μονοτονία της καραντίνας. Δίπλα στον Μπανάνα, ήταν ξαπλωμένο το σκυλί του. Παιδί και αυτό της γιαγιάς. Απολάμβανε τον πρωινό του ύπνο έξω στον ζεστό ήλιο. Που και που κουνούσε τα πόδια του και ο Κάρλ χαμογελούσε. «Άραγε σε ποιο λιβάδι να τρέχει πάλι το άτιμο;», αναρωτιόταν. Ο Κάρλ καθισμένος όλη μέρα έξω στον ήλιο, μαζί με την παρέα του, πέρασε την ημέρα του διαβάζοντας κάποιο βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του. Που και που την προσοχή του έσπαγε κάποιος ήχος, κάποια φωνή, κάποιος γείτονας ή γειτόνισσα, που άλλοτε έβγαινε έξω για να απλώσει ρούχα ή να αερίσει τις κουβέρτες, άλλοτε για να χαζέψει την έρημη πόλη κι άλλοτε για να απολαύσει την ηλιόλουστη Κυριακή.

«Είναι Κυριακή σήμερα. Για πρώτη φορά, σήμερα, Μ’ αφήσανε να βγω στον ήλιο. Ήταν κάποτε μια πόλη, που ομολογώ πως μου έχει λείψει. Αν και δεν βγαίνω έξω αρκετά, παρά σε στιγμές αδυναμίας, δε λέω μου έχει λείψει. Αν και με κούραζε πολύ, δεν τη μίσησα ποτές μου. Ειδικά στη βροχή. Κατά βάθος την αγαπούσα. Την αγαπούσα περισσότερο την Άνοιξη, τη λάτρευα το χειμώνα. Περισσότερο, όταν με αγκάλιαζε σε στιγμές μοναξιάς μου. Ίσως γι’ αυτό στο τέλος επέτρεπα στον εαυτό μου να συγχωρέσει τα ελαττώματα της. Η πόλη είναι σαν δύο μάτια. Άλλοτε μπλε, άλλοτε πράσινα, άλλοτε μαβιά. Σου επιτρέπουν όταν τα κοιτάς να ζεις στο φως. Κι όλες οι σιωπές δεν σε χωράνε». Ο Κάρλ άφησε κάτω την πένα του. Έπιασε τη ζεστή κούπα του καφέ και ήπιε μια γουλιά. Από το βάθος του σπιτιού ακουγόταν από το πικάπ το τζαζ τραγούδι Washington Square από τους The Village Stompers. Απομεινάρι κι αυτό από τη γιαγιά Τούλα, να κάνει αισθητή την απουσία της.

«Κυριακή. Στο καλύβι μου, αυτή την Κυριακή δεν υπάρχει τίποτα και υπάρχουν όλα. Η άδεια πόλη, ο ήλιος κ’ εγώ: είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος».

Φωτιά Αγγέλων/2020.

Ο ήλιος ήταν λαμπερός και διάφανος.

Ο Κάρλ καθόταν μοναχός, στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Στο μικρό τραπεζάκι στα δεξιά του ο ζεστός καφές, άχνιζε. Πεταμένα δίπλα μερικά λογοτεχνικά βιβλία. Στο βάθος πίσω του μια μελωδία έπαιζε ένα γλυκόπικρο σκοπό: “Some of these days”.

Πίσω του, μπροστά του, υπήρχε ένα σύμπαν. Καθόταν και παρατηρούσε το λιγοστό κόσμο που περνούσε κάτω από το σπίτι του. Το φως του ήλιου μόλις που άγγιζε τα σώματα τους. Ούτε τα σκίαζε, ούτε τα τόνιζε. Από ένα σημείο και μετά, βαρέθηκε να παρατηρεί τα ροδαλά κρανία και τα λεπτοκαμωμένα, ευγενικά και ασήμαντα πρόσωπα των περαστικών. Οι μάσκες, πίστευε πάντα θα του κρύβουν την αλήθεια.

Στα κάγκελα του μπαλκονιού του ήρθε ξαφνικά και κάθισε μια μικρή δεκαοχτούρα.

«Πόσο όμορφη!», σκέφτηκε δίχως δεύτερη σκέψη ο Κάρλ.

Η δεκαοχτούρα δεν τρόμαξε από την παρουσία του ήρωα της μικρής τούτης ιστορίας μας. Στάθηκε εκεί μαζί του, παρέα, στη σιωπή της, μαζεύοντας και αυτή ζωή από τον ήλιο. Που και που γυρνούσε το κεφάλι της και παρατηρούσε τον Καρλ που καθόταν πίσω της, ρουφούσε το ζεστό καφέ του και χάζευε το αγαπημένο του λουλούδι. Το μπονσάι του, ήταν η συντροφιά του, είτε πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας του, είτε έξω από αυτήν. Ο Καρλ σκέφτηκε ότι η μικρή του φίλη η δεκαοχτούρα ίσως να βαρέθηκε και αυτή τη μοναξιά του πετάγματος, οπότε απλά τη θαύμαζε και δεν την ενόχλησε, καθώς προστέθηκε στην παρέα του. Την άφησε εκεί να παρατηρεί μαζί του, τις σκιές των περαστικών. Αλλά η ιστορία της δεκαοχτούρας είναι μια άλλη ιστορία. 

Ο Κάρλ πήρε στα χέρια του ένα καθαρό χαρτί και ένα μολύβι.

«Νομίζω ότι θα ήταν το καλύτερο να καταγράφω πλέον τα γεγονότα μέρα με τη μέρα. Να κρατώ ημερολόγιο για να τα βλέπω ξεκάθαρα. Να μην αφήνω να περνούν απαρατήρητες οι λεπτές αποχρώσεις, τα μικροσυμβάντα, ακόμη κι αν φαίνονται ασήμαντα. Πρέπει να περιγράφω πως βλέπω την έκταση της φύσης και αυτής της αλλαγής. Όταν ζεις μόνος, ξεχνάς ακόμη και τι σημαίνει η λέξη διηγούμαι: η αληθοφάνεια εξαφανίζεται».

 Την διαμάχη των σκέψεων του Κάρλ έσπασε η ξαφνική παρουσία του Πόε, που ξεπήδησε μέσα από το βιβλίο που υπήρχε επάνω στο τραπεζάκι στα δεξιά του.

Πόε: «Αν είναι να συλλογίζεσαι, πιες κάτι δυνατότερο».

Κάρλ: «Είσαι πραγματικά εδώ ή πρόκειται για μια παραίσθηση ακόμα;».

 Πόε: «Ένα οικείο πρόσωπο πάντα εμφανίζεται όταν το έχουμε ανάγκη και χρειαζόμαστε κάποια υποστήριξη, Καρλ. Μίλα μου!».

Κάρλ: «Πιστεύεις ότι το μυαλό μου μπορεί να γιατρευτεί; Ή δυσλειτουργία μου με κυριεύει. Σε παρακαλώ κάνε μου συντροφιά όσο χρειάζεται για να μείνουν ζωντανές οι μνήμες. Μετά κάνε ότι θέλεις με το μυαλό μου».

Πόε: “Δυστυχώς Κάρλ η ζημιά είναι μεγάλη. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να διαγράψω τα πάντα. Θα νιώσεις να πεθαίνεις».

Κάρλ: «Θέλησα οι στιγμές της ζωής μου να έχουν αλληλουχία και να ταξινομούνται όπως οι στιγμές μιας ζωής που αναπολούμε. Σαν να ήθελα ν’ αρπάξω το χρόνο από την ουρά. Μα όλα αυτά τα χρόνια κρατούσα τις μνήμες ακόμα και όσες προκαλούσαν πόνο ή έβαλαν σε κίνδυνο εμένα και άλλους. Και πέρα από τις προσπάθειες μου, όλα ξεγλιστρούν. Ο χρόνος! Ο χρόνος μου στάθηκε εμπόδιο».

 Πόε: «Συγχαρητήρια! Επιτέλους κατάλαβες τι σημαίνει να ζεις. Όλοι είμαστε κατεστραμμένοι. Δεν υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο. Ως φίλος σου, σε συμβουλεύω να μην σπαταλάς πλέον τον χρόνο σου. Η δεύτερη ευκαιρία είναι μια ρωγμή στην πανοπλία σου. Μη τη ρισκάρεις για να σε αγγίξουν».

Ο Κάρλ πάγωσε στα λόγια του Πόε. Άφησε κάτω τον καφέ του και σηκώθηκε. Πλησίασε τη δεκαοχτούρα και την παρακίνησε να πετάξει. Εκείνη άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε προς το φως. Ο Κάρλ γέλασε ειρωνικά και ρώτησε τον Πόε: «Που πρέπει να πάμε εμείς που σ’ αυτήν την έρημη γη ψάχνουμε τον καλύτερο εαυτό μας;».

 Πόε: «Ο πρώτος άνθρωπος της ιστορίας μου δίδαξε ότι το σύμπαν παραδίδεται στο ήρεμο μυαλό. Μην αποτρέψεις ποτέ το βλέμμα σου από το σύμπαν. Ότι είναι αληθινό, είναι όμορφο. Σε έναν ταραχώδη κόσμο που μοιάζει με κόλαση τα μη πρακτικά, έχουν πιο πολλή σημασία. Ένα βιβλίο, ένα όνομα μας βοηθούν να θυμόμαστε ότι και στο ποιο βαθύ σκοτάδι μπορούμε να απολαύσουμε τη ζωή». Ο Κάρλ στάθηκε μπροστά στα κάγκελα του μπαλκονιού του. Κοίταζε με θαυμασμό όλους αυτούς που πήγαιναν πάνω – κάτω και χαχάνιζαν σαν μικρά παιδιά. Στη μέση της καταιγίδας των ανθρώπων, ανακάλυψε τελικά ότι μέσα του υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, αφήνοντας το φως του ήλιου να δώσει ζωή στα μηλίγγια του και ψιθύρισε: “Caedute eos, Novit enim Dominus qui sunt eius”.
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής και ενδοσκόπησης ο Καρλ επέστρεψε στην αρχική του θέση, αυτής της καρέκλας ανάμεσα στον καφέ και τα βιβλία του και το αγαπημένο του μπονσάι. Πίσω του, μπροστά του, υπήρχε ένα σύμπαν. Άνοιξε τα ποιήματα του φίλου του, του Πόε και στην τύχη άφησε το δάχτυλο του να πέσει στην πρώτη γραμμή:
«Ήταν καταμεσήμερο καλοκαιριού και ήταν η μέση της νύχτας και στις τροχιές τους τα αστέρια φέγγιζαν χλωμά διαμέσου της νύχτας».

Laetitia – Τέρψη/2020.

«Ζούμε βλέποντας πράγματα. Σωστά;», ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανε ο Καρλ στην Έλλη με το που άνοιξε τα μάτια του.

Εκείνη δεν απάντησε. Σηκώθηκε, έβαλε τη ρόμπα της, γέμισε μια κούπα καφέ και στάθηκε μπροστά στο τζάμι του παραθύρου. Έξω η βροχή μανιωδώς ριχνόταν στις ψυχές των ανθρώπων.

«Σήμερα δεν θα απλώσω. Όταν βρέχει δεν απλώνουμε ποτέ», σκέφτηκε και ένας ήχος αγανάκτησης ξεχύθηκε από το χωματένιο στήθος της.

Σαν άγαλμα στεκόταν μπροστά στο τζάμι, έπινε μερικές ρουφηξιές καφέ και κοιτούσε τη βροχή που έπλενε το βρώμικο από ξερά φύλλα μπαλκόνι της.

Ο Καρλ την ακολούθησε. Στάθηκε δίπλα της. Μέσα του ήξερε πως μπορούσε όλη μέρα να στέκει δίπλα της και να κοιτάνε απλά τη βροχή.

«Ζούμε βλέποντας πράγματα. Σωστά;», την ξαναρώτησε.

Εκείνη γύρισε στα δεξιά της και χάιδεψε το μπονσάι της. Τα φύλλα του είχαν μεγαλώσει απίστευτα. Αλλά λυπόταν να τα κόψει, γνωρίζοντας πως είναι να καεί κανείς για την αγάπη κάποιου άλλου. Λυπόταν που ήρθε ο χειμώνας και το αγαπημένο της μπονσάι μεταφέρθηκε μέσα στο σπίτι, πίσω από το τζάμι, κρυμμένο από το φως και τη θέρμη του ήλιου.

«Ναι, ζούμε βλέποντας πράγματα. Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να βλέπεις. Να βλέπεις καλό όλα όσα σε τριγυρίζουν», του απάντησε χαϊδεύοντας του το πρόσωπο.
Εκείνος χαμογέλασε, γιατί την κοιτούσε μέσα από την αντανάκλαση του τζαμιού, θολή και αλλοιωμένη εξαιτίας της βροχής.

«Για να γράφεις ποίηση πρέπει να βλέπεις καλά; Πρέπει να αγαπάς την ποίηση για να αναζητάς την αληθινή ομορφιά; Πρέπει να έχεις αίσθηση;».

«Γιατί ρωτάς Κάρλ;».

«Πως μπορώ να γράψω ποίηση; Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ», της απάντησε με πίκρα και κάθισε στον καναπέ.

Εκείνη συνέχισε να κοιτάει έξω τη βροχή από το τζάμι.
«Η ποίηση είναι παγιδευμένη μέσα σου. Αγαπάς τη βροχή; Αγαπάς να περπατάς μοναχός σου μέσα στη βροχή χωρίς ομπρέλα χωρίς να σε νοιάζει αν βραχείς. Έχεις καεί ποτέ για κάποια άλλη; Έχεις αίσθηση;».

«Ναι! Ναι, θα σου πω σε όλα. Φόρεσε το μαύρο παλτό σου, πάρε ένα λευκό χαρτί και βγες να περπατήσεις στη βροχή που αγαπάς. Μην πάρεις ομπρέλα». Η Έλλη ήπιε μια γουλιά καφέ, χαμογέλασε στο είδωλο της στο τζάμι, χάιδεψε το μπονσάι της και συνέχισε λυπημένη να κοιτάει από το τζάμι τη βροχή, περιμένοντας την εξώπορτα να κλείσει.

«Να αγαπάς την ποίηση είναι να αναζητάς την αληθινή ομορφιά. Και για να γράψεις ποίηση πρέπει να μάθεις να κοιτάς», σκεφτόταν συνεχώς ο Καρλ ενώ περπατούσε μοναχός του μέσα στη βροχή. Μα πως μπορούσε να γράψει ποίηση, αφού περιστασιακά ξεχνούσε πλέον λέξεις. Κυρίως τα ρήματα. Και σταδιακά θα ξεχνούσε και τα αγαπημένα του ουσιαστικά. Πως μπορεί να γράψει κάποιος ποίηση όταν οι λέξεις είναι ένα νήμα από μετάξι;

«Η αίσθηση! Να μάθεις να κοιτάς», θα του απαντούσε η Έλλη.
«Ακόμη και οι σταγόνες της βροχής επάνω στο λευκό χαρτί, είναι λέξεις. Κι αυτό ποίηση είναι!».

Η βροχή συνέχισε να πέφτει αδιάκοπα και ο Καρλ συνέχισε να περπατάει. Το νερό της βροχής πλέον περνούσε μέσα από το μπουφάν του, μέσα από τα παπούτσια του. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Μόνο αυτός ήξερε πόσο βαθιά το αγαπούσε αυτό.
Στάθηκε μπροστά σε ένα δέντρο. Τα φύλλα του χρυσωπά σαν τους πίνακες του Γκούσταφ Κλιμτ.

«Η ζωή είναι ήλιος και βροχή μαζί. Ο χρόνος περνάει και τα φύλλα κιτρινίζουν. Τους δίνουμε το χρώμα της ψυχής μας και την ομορφιά μας, όπως με ευλάβεια μαθαίνουμε να προσθέτουμε χρυσάφι όπου υπάρχουν ρωγμές στη ψυχή μας», αναφώνησε.
«Πόση μοναξιά να νιώθει άραγε το φύλλο ή ένας καρπός ενός δέντρου όταν πέφτει μόνο του στο έδαφος, συνθλίβεται και ποδοπατείται, ετοιμάζοντας την ύπαρξη του για την επόμενη ζωή του; – Αυτή η ομορφιά Έλλη, είναι ποίηση;», αναρωτήθηκε.
Χαμογέλασε. Έσκυψε, έπιασε ένα φύλλο. Η υφή του ήταν καλή. Όπως ζωηρές ήταν και οι νευρώσεις του, θυμίζοντας του τις φλέβες της Έλλης. Όπως θα ήταν και η γεύση ενός καρπού, αν το άρπαζε από το χώμα και του έριχνε μια δαγκωματιά.
«Τα πεσμένα έχουν καλύτερη γεύση. Όταν είναι ακόμη στα δέντρα είναι πολύ άγουρα για να τα φάμε, Καρλ. Αυτό είναι ποίηση!».

Βράδιασε. Η βροχή σταμάτησε.

Ο Καρλ άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του. Το νερό της βροχής έτρεχε από τα μπατζάκια του. Έβγαλε το παλτό και τα παπούτσια του. Οι κάλτσες του ήταν βρεγμένες. Αδιαφόρησε. Κοίταξε να βρει την Έλλη για να της δώσει την απάντηση τι ήταν τελικά η ποίηση για αυτόν και πως μπορούσε να γράψει. Προχώρησε προς το παράθυρο. Δίπλα στο μπονσάι ήταν παρατημένη μια κούπα καφές και ένα σημείωμα.

«Περάσαν χρόνια να στέκω εδώ και να κοιτώ τη βροχή. Πόση μοναξιά! Μα ξέρω ότι ώρες ώρες μια πληγή κι άλλες ώρες μια ευτυχία σου γεννά την επιθυμία να χαθείς. Ξέρω ότι πλέον ξεχνάς λέξεις. Ξεχνάς τα ουσιαστικά! Λογικά στα τόσα χρόνια ξέχασες και εμένα. Ελπίζω να ανακάλυψες ότι για να γράψεις πρέπει να έχεις καρδιά. Κατέχεις κάθε εξουσία επάνω σου, αλλά κυρίως κατέχεις όλη τη γνώση για σένα».

Λαχτάρα

Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι εγώ ξαγρυπνώ.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι εγώ σβήνω.
Γιατί ίσως να πρέπει να σβήσω.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Και μία ξανθιά γυναίκα κάποτε μου είπε σ ‘αγαπώ πολύ.
Αλλά;
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι οι άνθρωποι είναι παράξενα πλάσματα.
Κι είμαι παράξενο πλάσμα.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι εγώ τρέχω.
Γιατί ίσως να πρέπει να τρέξω επειδή αγαπώ τη φυγή.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Και μία μελαχρινή γυναίκα κάποτε μου είπε είναι υπέροχο το μυαλό σου ποιητή.
Αλλά;
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι εγώ ξαγρυπνώ με τα αστέρια.
Κι αργοσβήνω σκοτώνοντας τα.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Και μία κοκκινομάλλα γυναίκα κάποτε μου είχε πει ξέρεις να προσφέρεις ηδονή στις γυναίκες.
Αλλά;
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι ακούω βήματα στην εξώπορτα.
Δυο φωνές με καλούν να τολμήσω να ανοίξω.
Μα φοβάμαι μην είναι κάποια γυναίκα πάλι.
Αλλά;
Κι οι ημέρες περνάνε.
Και τα χρόνια πέρασαν.
Κι ένας ποιητής αργοσβήνει.
Κι ήταν όλες απλά ουσιαστικά.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κάποια ημέρα θα είμαι ογδόντα, θα κάθομαι σε ένα μπαλκόνι με ένα βιβλίο κι ένα κρίνο, θα σκέφτομαι τον “έρωτα” κι ίσως ένα δάκρυ να κυλάει ξεχασμένο, ξέροντας πως δεν υπήρξα τυχερός.
Κι οι ημέρες περνάνε.
Κι ένας ποιητής πάντα θα λαχταρά.

Στηθάγχη

Θα βρέξει.
Μην απλώσεις.
Μην απλώσεις την κολασμένη επιθυμία που σε κατατρώγει.
Σαν κάστρα τα όνειρα γκρεμίζονται σε κάθε στάλα της βροχής.
Όταν βρέχει, τα θέλω μας τα κρύβουμε.
Θα βρέξει.
Μην απλώσεις.
Μην απλώσεις της καρδιάς σου τις ξεθωριασμένες γυναικείες φωτογραφίες.
Ο έρωτας του θηλυκού στη βροχή χάνει την ομορφάδα του. Ξεβάφει.
Όταν βρέχει, δεν ερωτευόμαστε.
Βρέχει.
Μην απλώσεις τα χέρια σου να πετάξεις.
Είναι ακόμη αδύναμα. Δεν ήρθε η ώρα να τολμήσεις.
Πάντα θα βρέχει.
Κι η νιότη σου θα σβήνει.
Ο χρόνος θα σβήνει.
Θα σβήνεις.
Εσύ; Πότε θα απλώσεις!

Κεφαλάς Πάνος
Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Π.Δ.Μ.
Υποψήφιος Διδάκτωρ

Κατηγορίες: Κείμενο

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Σύμβολο κράτησης θέσης avatar

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Translate »